- μυστογράφος
- μυστογράφοςconfidential clerkmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυστογράφος — μυστογράφος, ὁ (ΑΜ) έμπιστο άτομο που καταγράφει τα μυστικά κάποιου, ο συγγραφέας μυστηρίων («Λουκᾱς ὁ Χριστοῡ φέρτατος μυστογράφος», Ιω. Λυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + γράφος (< γράφω)] … Dictionary of Greek
μυστογράφον — μυστογράφος confidential clerk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
тайнописец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (μυστογράφος) таинственный писатель … Словарь церковнославянского языка
Mystikos — The mystikos (Greek: μυστικός, secret ) was an important Byzantine office of the imperial chancery from the 9th through to the 15th centuries. Its initial role is unclear; he was probably the emperor s private secretary. In time, the office also… … Wikipedia
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek